Μια ιστορία αφιερωμένη στα
παιδιά του νηπιαγωγείου και των πρώτων τάξεων του δημοτικού.
Η συγγραφέας Αρήτη
Μαρθανασσέα και η ζωγράφος Κατερίνα Σπαθάρα δημοσιεύουν την ιστορία αυτή στο
διαδίκτυο για να μπορούν οι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι και οι γονείς που
ενδιαφέρονται να την εκτυπώσουν και να τη διαβάσουν στα παιδιά
Σεπτέμβριος 2011
Μια φορά και έναν καιρό ήταν
ένας μικρός πράσινος βατραχάκος, ο Οδυσσάκος, που τον αγαπούσε πολύ η μαμά του.
Τον αγαπούσαν και οι τρεις μεγάλες αδελφές του και ο μπαμπάς του. Μια μέρα η
μαμά του τον πήρε μαζί της για ψώνια. Στο δρόμο για το σούπερ μάρκετ πέρασαν
έξω από το νηπιαγωγείο και είδε ένα σωρό βατραχάκια να παίζουν στην αυλή. Η
μαμά του είπε καλημέρα στη δασκάλα. H δασκάλα ήρθε κοντά τους για να τους
μιλήσει. Άνοιξε στον Οδυσσάκο την αυλόπορτα για να πάει να παίξει όση ώρα
κρατούσε το διάλειμμα. Ήταν τέλεια!
Μόνο που το διάλειμμα
τελείωσε πολύ γρήγορα! Η δασκάλα και τα νηπιοβατραχάκια μπήκαν μέσα στο
νηπιαγωγείο και ο Οδυσσάκος έμενε μόνος του στην αυλή. Τον πήρε η μαμά του
από το χέρι και του είπε:
«Πάμε τώρα στο σούπερ μάρκετ
μικρέ μου! Τι θέλεις να σου αγοράσω;» Ο Οδυσσάκος δεν ήθελε τίποτα να του
αγοράσει. Ούτε καραμέλες, ούτε παιχνίδια, ούτε πατατάκια, ούτε γιαουρτάκια. Ο
Οδυσσάκος ήθελε να μείνει στο νηπιαγωγείο με τα νηπιαγωγάκια.
«Είσαι μικρός ακόμα», είπε η
μαμά του, «περίμενε να έρθει ο Σεπτέμβριος και θα πάμε μαζί στο νηπιαγωγείο να
σε γράψω.»
Ο Οδυσσάκος περίμενε μια
ολόκληρη μέρα. Αλλά ο Σεπτέμβριος δεν ήρθε.
«∆ε θα έρθει ο Σεπτέμβριος;»,
ρώτησε το βράδυ τη μαμά του.
«Φυσικά και θα έρθει», του
είπε εκείνη και τον φίλησε, «αλλά πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη».
Ο Οδυσσάκος περίμενε και την
άλλη μέρα. Από το πρωί
που σηκώθηκε έβλεπε έξω στο
δρόμο μήπως έρθει ο Σεπτέμβριος, αλλά αυτός δεν ήρθε.
«Μήπως με ξέχασε ο
Σεπτέμβριος;», αναρωτήθηκε ο Οδυσσάκος την άλλη μέρα. «Μπορεί να πήγε μόνος του
στο νηπιαγωγείο χωρίς εμένα. ∆ε θα τον περιμένω άλλο. Η μαμά μου είπε να πάμε
μαζί για να με γράψει. Αλλά γιατί να μη γραφτώ μόνος μου; Έτσι θα μπορώ να
πηγαίνω κάθε μέρα στο νηπιαγωγείο!»
Οι μεγάλες του αδελφές είχαν
πολλά μολύβια, μαρκαδόρους, στυλό, μπογιές. Σε δυο λεπτά ο Οδυσσάκος βρήκε ό,τι
του χρειαζόταν κι άρχισε το γράψιμο. Έγραψε πρώτα τα χέρια του,
μετά τα πόδια του, το πρόσωπό
του, την κοιλίτσα του και στο τέλος, όσο έφτανε, έγραψε και την πλάτη του.
Έτρεξε χαρούμενος στη μαμά του.
«∆ε χρειάζεται να περιμένουμε
το Σεπτέμβριο. Ούτε χρειάζεται να με γράψεις εσύ για να πάω στο νηπιαγωγείο.
Κοίτα με, γράφτηκα μόνος μου!
Έλα, σήκω να με πας τώρα στο
νηπιαγωγείο, είμαι έτοιμος!»
Η μαμά του τον πήρε στην
αγκαλιά της γελώντας. Και
γελούσανε μαζί σ` όλο το
δρόμο μέχρι το νηπιαγωγείο. Εκεί η μαμά μίλησε με τη δασκάλα και αυτή τον άφησε
να παίξει με τα
νηπιοβατραχάκια στο διάλειμμα.
Μετά καθίσανε όλοι μαζί πάνω σ` ένα μεγάλο νούφαρο και συζητήσανε. Είπαν πολλά
για τον Σεπτέμβριο και για το πώς γράφονται τα βατραχάκια για να πάνε στο νηπιαγωγείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου