«Τα παραμύθια της γιαγιάς πάνε σχολείο» φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα υλικό πρόληψης και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας, που θα βοηθήσει στην ψυχολογική ανοσοποίηση των παιδιών ηλικίας 5 - 12 ετών. Βασικός στόχος του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού, είναι να συμβάλλει στην απόκτηση και ενίσχυση των ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Μέσα από το παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι, ταξιδέψαμε τα παιδιά στο μακρινό τους παρελθόν με σκοπό να γνωρίσουν τις ρίζες του τόπου τους, τη γλώσσα των γιαγιάδων τους και των παππούδων τους, να έρθουν σε επαφή με τις ντοπιολαλιές, τις λαϊκές παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου μας, τη νοσταλγική μαγεία της απλής αφήγησης που διαθέτει τόσο πνευματική πληρότητα, όσο και μορφολογική αρτιότητα και ομορφιά. Ένα πρωί βρέθηκε στο σχολείο μας ένα παλιό μπαουλάκι μικρό. Μα τι να έχει μέσα; Το ανοίξαμε και βρήκαμε παλιές φωτογραφίες, ένα κομπολόϊ του παππού, κουβάρια, μια κουβερτούλα παλιά και ένα κιτρινισμένο βιβλίο με παραδοσιακά παραμύθια.
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να διαβάζουμε το πρώτο παραμύθι που είχε στο βιβλίο "Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι" που είχε ως στόχο τα παιδιά να μιλήσουν, να αναγνωρίσουν, και να απενοχοποιήσουν, το συναίσθημα της ζήλειας. Να αντιληφθούν πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της ψυχραιμίας και της λογικής στην αντιμετώπιση του πανικού, που μπορεί να φέρει ο φόβος και ο κίνδυνος. Διαβάσαμε το παραμύθι και το είδαμε και σε βίντεο
Ζωγραφίσαμε ότι μας άρεσε
Συζητήσαμε για την εξυπνάδα, την ομορφιά, την προθυμία και η καλοσύνη της Κάλλως, την ζήλεια, την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τον ανταγωνισμός της Μάρμπως.
Συζητήσαμε για την εξυπνάδα, την ομορφιά, την προθυμία και η καλοσύνη της Κάλλως, την ζήλεια, την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τον ανταγωνισμός της Μάρμπως.
Για τους καλικάντζαρους που παρασύρονται από την εξυπνάδα της Κάλλως ενώ τρομάζουν τη Μάρμπω. Αλλά και για την αγάπη και το ωραίο τέλος και το μόνοιασμα των δύο αδελφών. Κάναμε δραματοποίηση του παραμυθιού.
Την παραμονή της μεγάλης γιορτής, η μάνα των δύο κοριτσιών, κοιτάζοντας στο ντουλάπι της κουζίνας είδε πως το αλεύρι είχε τελειώσει. Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο; Άντε Μάρμπω κόρη μου, εσύ που είσαι και η μεγαλύτερη, σύρε στον μύλο……μα πριν προλάβει η μάνα να ολοκληρώσει την φράση της, η Μάρμπω απάντησε με πείσμα… Όχι, δεν πάω…να πάει η Κάλλω.
Θα πάω εγώ μάνα…Κι έτσι έγινε. Η μικρή Κάλλω, φόρτωσε στο γαϊδουράκι της το σακί με σιτάρι και ξεκίνησε για τον νερόμυλο. Μα μέχρι να φτάσει η σειρά της είχε βραδιάσει. Ξαφνικά άκουσε κάτι πατημασιές γυρίζει τρομαγμένη και τι να δει! Καλικάντζαρους που την πλησιάζουν. Πάγωσε από την τρομάρα της, αλλά από την άλλη δεν θέλησε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τον μυλωνά. Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε! άρχισαν οι καλικάντζαροι να λένε. Αρχικά η Κάλλω φοβήθηκε και σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μα δεν θα κατάφερνε τίποτα, γιατί σίγουρα θα την πιάνανε. Τότε μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό. Σκέφτηκε πως να κερδίσει χρόνο ως το ξημέρωμα. Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω! Θέλω καινούργιο φόρεμα. Οι καλικάντζαροι σκόρπισαν τριγύρω ψάχνοντας, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζαν «φόρεμα», «φόρεμα», για να μην ξεχάσουν τι ψάχνουν.
Θα πάω εγώ μάνα…Κι έτσι έγινε. Η μικρή Κάλλω, φόρτωσε στο γαϊδουράκι της το σακί με σιτάρι και ξεκίνησε για τον νερόμυλο. Μα μέχρι να φτάσει η σειρά της είχε βραδιάσει. Ξαφνικά άκουσε κάτι πατημασιές γυρίζει τρομαγμένη και τι να δει! Καλικάντζαρους που την πλησιάζουν. Πάγωσε από την τρομάρα της, αλλά από την άλλη δεν θέλησε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τον μυλωνά. Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε! άρχισαν οι καλικάντζαροι να λένε. Αρχικά η Κάλλω φοβήθηκε και σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μα δεν θα κατάφερνε τίποτα, γιατί σίγουρα θα την πιάνανε. Τότε μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό. Σκέφτηκε πως να κερδίσει χρόνο ως το ξημέρωμα. Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω! Θέλω καινούργιο φόρεμα. Οι καλικάντζαροι σκόρπισαν τριγύρω ψάχνοντας, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζαν «φόρεμα», «φόρεμα», για να μην ξεχάσουν τι ψάχνουν.
Η Καλλω ζήτησε παπούτσια, βραχιόλια, τσάντα
Κολιέδες, ζώνη, παλτό κλπ
Με τούτο και με εκείνο, οι ώρες πέρασαν και δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε από έξω ο κόκορας να χαιρετίζει το ξημέρωμα. Κι οι καλικάντζαροι σαν το άκουσαν, το δίχως άλλο εξαφανίστηκαν, γιατί όπως όλοι ξέρουμε, τις σκανταλιές τους τις κάνουνε μόνο τα βράδια και με το πρώτο φως της μέρας τρέχουν να κρυφτούνε στις φωλιές τους.
Οταν γύρισε σπίτι είδαν ότι εκτός από αλεύρι είχε φέρει και χίλια δυο ακόμα πραματάκια, απόρησαν και την ρώτησαν…Πού τα βρήκες όλα αυτά κόρη μου; Μου τα ‘φεραν ψες το βράδυ οι καλικάντζαροι στον μύλο…τους απάντησε η Κάλλω. Η Μάρμπω δεν είπε τίποτα εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα ζήλεψε πολύ. Έβαλε με το νου της να πάει κι αυτή στον μύλο να βρει τους καλικάντζαρους και να τους ζητήσει φορέματα, παπούτσια και άλλα πολλά. Αλλά πως θα πήγαινε αφού το αλεύρι θα τους έφτανε για καιρό; Έτσι λοιπόν, άρχισε κρυφά, όταν δεν την έβλεπε κανείς, να παίρνει αλεύρι και να το σκορπάει ώσπου το αλεύρι σώθηκε. Έτσι όταν η μάνα είδε ότι δεν έχουν αλεύρι και ρώτησε ποια θα πάει στον μύλο η Μάρμπω είπε με πείσμα…Τώρα θα πάω εγώ!
Φορτώνει λοιπόν το σιτάρι στο γαϊδουράκι, κι άρχισε το ταξίδι για τον μύλο, χωρίς να βιάζεται για να φτάσει αργά, ώστε να χρειαστεί να περάσει το βράδυ της εκεί. Κατά τα μεσάνυχτα κι ενώ η Μάρμπω περίμενε καρτερικά στον νερόμυλο μόνη της, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, οι οποίοι την περικύκλωσαν και άρχισαν να της λένε… Θα σε φάμε Μάρμπω, θα σε φάμε. Η Μάρμπω τρόμαξε πολύ και φοβήθηκε.
Νόμισε ότι θα της φέρουν φορέματα και παπούτσια, μα αντί για αυτά, αυτοί όρμησαν πάνω της. Η Μάρμπω έβαλε τις φωνές και οι καλικάντζαροι με τα νύχια τους κατάφεραν και της γρατζούνισαν το πρόσωπο και τα χέρια. Έτσι, γύρισε στο χωριό πληγωμένη και λυπημένη. Η Κάλλω την λυπήθηκε και της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα.
Κάναμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδικαι παίξαμε
Το επιτραπέζιο αυτό έγινε και ατομικό για το σπίτι.
Μιλήσαμε για το συναίσθημα της ζήλειας. Τι είναι; Πως το δείχνει το σώμα μας; Το πρόσωπό μας; Πότε μπορεί να νιώσουμε ζήλια; Και όπως σε κάθε συναίσθημα που μας κάνει να κάνει να νιώθουμε άβολα τα βήματα είναι δύο. Πρώτα- πρώτα ψυχραιμία και έπειτα μοιραζόμαστε αυτά που νιώθουμε, ότι έχουμε στο κεφάλι μας και στην καρδιά μας μας με αυτούς που αγαπάμε και εμπιστευόμαστε! Είδαμε σχετικές εικόνες και ζητάμε από τα παιδιά να τις παρατηρήσουν και να εντοπίσουν το συναίσθημα της ζήλειας και γιατί ζηλεύουν αυτά τα παιδιά.
Εμείς πότε νιώθουμε ζήλεια;
Ζωγραφήσαμε αυτό που ζηλεύει ο καθένας που αλλού; σε μια ζηλιαρόγατα βέβαια
https://www.ibelieve.com/holidays/when-jealousy-creeps-up-around-the-holidays.html
Κολιέδες, ζώνη, παλτό κλπ
Με τούτο και με εκείνο, οι ώρες πέρασαν και δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε από έξω ο κόκορας να χαιρετίζει το ξημέρωμα. Κι οι καλικάντζαροι σαν το άκουσαν, το δίχως άλλο εξαφανίστηκαν, γιατί όπως όλοι ξέρουμε, τις σκανταλιές τους τις κάνουνε μόνο τα βράδια και με το πρώτο φως της μέρας τρέχουν να κρυφτούνε στις φωλιές τους.
Οταν γύρισε σπίτι είδαν ότι εκτός από αλεύρι είχε φέρει και χίλια δυο ακόμα πραματάκια, απόρησαν και την ρώτησαν…Πού τα βρήκες όλα αυτά κόρη μου; Μου τα ‘φεραν ψες το βράδυ οι καλικάντζαροι στον μύλο…τους απάντησε η Κάλλω. Η Μάρμπω δεν είπε τίποτα εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα ζήλεψε πολύ. Έβαλε με το νου της να πάει κι αυτή στον μύλο να βρει τους καλικάντζαρους και να τους ζητήσει φορέματα, παπούτσια και άλλα πολλά. Αλλά πως θα πήγαινε αφού το αλεύρι θα τους έφτανε για καιρό; Έτσι λοιπόν, άρχισε κρυφά, όταν δεν την έβλεπε κανείς, να παίρνει αλεύρι και να το σκορπάει ώσπου το αλεύρι σώθηκε. Έτσι όταν η μάνα είδε ότι δεν έχουν αλεύρι και ρώτησε ποια θα πάει στον μύλο η Μάρμπω είπε με πείσμα…Τώρα θα πάω εγώ!
Φορτώνει λοιπόν το σιτάρι στο γαϊδουράκι, κι άρχισε το ταξίδι για τον μύλο, χωρίς να βιάζεται για να φτάσει αργά, ώστε να χρειαστεί να περάσει το βράδυ της εκεί. Κατά τα μεσάνυχτα κι ενώ η Μάρμπω περίμενε καρτερικά στον νερόμυλο μόνη της, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, οι οποίοι την περικύκλωσαν και άρχισαν να της λένε… Θα σε φάμε Μάρμπω, θα σε φάμε. Η Μάρμπω τρόμαξε πολύ και φοβήθηκε.
Νόμισε ότι θα της φέρουν φορέματα και παπούτσια, μα αντί για αυτά, αυτοί όρμησαν πάνω της. Η Μάρμπω έβαλε τις φωνές και οι καλικάντζαροι με τα νύχια τους κατάφεραν και της γρατζούνισαν το πρόσωπο και τα χέρια. Έτσι, γύρισε στο χωριό πληγωμένη και λυπημένη. Η Κάλλω την λυπήθηκε και της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα.
Κάναμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδικαι παίξαμε
Το επιτραπέζιο αυτό έγινε και ατομικό για το σπίτι.
Εμείς πότε νιώθουμε ζήλεια;
Ζωγραφήσαμε αυτό που ζηλεύει ο καθένας που αλλού; σε μια ζηλιαρόγατα βέβαια
https://www.ibelieve.com/holidays/when-jealousy-creeps-up-around-the-holidays.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου